ξεροπόταμο

ξεροπόταμο
το , ξεροπόταμος ο
1) пересохшая река; 2) пересыхающая летом река

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεροπόταμο" в других словарях:

  • ξεροπόταμο — το ξεροπόταμος …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • χείμαρρος — ο 1. ορμητικό ρεύμα νερού που σχηματίζεται από τις βροχές. 2. η κοίτη ενός τέτοιου ρεύματος, το ξεροπόταμο. 3. καθετί ορμητικό και ακατάσχετο: Όταν μιλάει είναι χείμαρρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»